Νί σήμερο μάνα (δ)έν είχαμε πάλι γράμμα. Είπε μέ
πι:κρδ παράπονο ό Κωστής στή μητέρα του Τή πού
στεκόταν έξω στήν αθλή γεμάτη αγωνία, περιμένοντάς τον νά
γυρίσει άπ” τδν καφενέ.
ένα έφτάχρονο (7ιγοράκι μελαχροινό, μι μαι"-
φο κωστής,
ρα όλοσγονρα μαλλιά, και έξυπνα παιγνιδιάρικα πράσινα μά-
τια, Υάθε φορά ποι” έφερναν τά γράμματα άπ' τδ λιμάνι, πρώ-
τος έτρεχε στόν καφενέ λαχτάρα νά φέρει τδ γράμμα τοΰ πα-
πέρα, πού κάθε πόστα τούς έστελνε.
Τελευταία όμως τώρα ι μήνες ό Κωστής, πήγαινε κι'
έρχόταν πικραμένος, γιατι δέν είχαν καθόλου γράμμα άπ
πδν πατέρα του.
Και σήμερα πάλι έμεινε τελευταίος, μέχρι πού ό άμανετζής
άδειασε τή σακκούλα του γαι τήν ξανάστρεψε μάλιστα μήπως
Υμεινε τίποτε και δέν τδ είδε. κι' ί5στερα μέ βουρκ«ομένα τά μα-
τάκια του, ανέβηκε τά σκαλιά γιά τδ σπίτι του.
Μά δέν ήταν ή δικιά του ή πίκρα.
—κεφτόταν πάλι πώς θ' αντικρύσει έκείνη τή μάνα του,
πού τρελλή άπ' τήν αγωνία κάθε μήνα πούρχόταν ή πόστα -πε-
ρίιιενε, .
'14 κακομοίρα ή μάνα αύτή τή φορά δέν είπε τίποτε στδ πι-
Υ.ρδ μήνυμα. "Εκρυψε δσο μποροιΠσε τόν καημό της, σάν είδε